άτονος

άτονος
-η, -ο (AM ἄτονος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει τόνο ή ένταση, ο εξασθενημένος
2. «άτονες λέξεις» — εκείνες που δεν τονίζονται
νεοελλ.
1. (για ανθρώπους) νωθρός, οκνηρός
2. (για το βλέμμα) μη ζωηρός, ανέκφραστος
3. φρ. «άτονο έλκος» — δυσκολοθεράπευτη εξέλκωση η οποία δημιουργείται ύστερα από νέκρωση και απόπτωση του δέρματος
αρχ.
1. (για περιοχή) άγονος
2. (για βότανα ή φάρμακα) ο μη δραστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἄτονος — slackness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτονος — η, ο επίρρ. α 1. χαλαρός, αδύναμος: Η απάντησή σου ήταν μάλλον άτονη. 2. όχι ζωηρός, ξέθωρος: Τα χρώματα του πίνακα είναι πολύ άτονα. 3. αυτός που δεν τονίζεται: Οι τύποι «ο», «η», «οι» του άρθρου είναι άτονοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀτονώτερον — ἄτονος slackness masc acc comp sg ἄτονος slackness neut nom/voc/acc comp sg ἄτονος slackness adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄτονος — ἄτονος , ἄτονος slackness masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονωτέρων — ἄτονος slackness fem gen comp pl ἄτονος slackness masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονώτατα — ἄτονος slackness adverbial superl ἄτονος slackness neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονώτατον — ἄτονος slackness masc acc superl sg ἄτονος slackness neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτόνως — ἄτονος slackness adverbial ἄτονος slackness masc/fem acc pl (doric) ἀ̱τόνως , ἀτονόω weaken imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀτονόω weaken imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτονον — ἄτονος slackness masc/fem acc sg ἄτονος slackness neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτονωτέροις — ἄτονος slackness masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”